πανάγαθος

πανάγαθος
παν-άγᾰθος [ᾰγ], ον, also η, ον,
A absolutely good, Cratin.434, Pl.Ep.354e, Simp.in Epict.p.76 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανάγαθος — absolutely good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγαθος — η, ο (ΑΜ πανάγαθος, ον, Α θηλ. και η) αγαθός σε υπέρτατο βαθμό, γεμάτος καλοσύνη νεοελλ. μσν. (το αρσ. και ως κύριο όν.) προσωνυμία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγαθός] …   Dictionary of Greek

  • πανάγαθος — η, ο ο αγαθός στον ανώτερο βαθμό, κυρίως επίθ. του Θεού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παναγάθων — πανάγαθος absolutely good fem gen pl πανάγαθος absolutely good masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγαθον — πανάγαθος absolutely good masc acc sg πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγάθη — πανάγαθος absolutely good fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγάθοις — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγάθου — πανάγαθος absolutely good masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναγάθῳ — πανάγαθος absolutely good masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγαθα — πανάγαθος absolutely good neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγαθε — πανάγαθος absolutely good masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”